ὑπερδεκαπλάσιος

ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκα-πλάσιος [pron. full] [πλᾰ], α, ον,
A more than tenfold, Eust.190.10 (or divisim).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερδεκαπλάσιος — α, ο / ὑπερδεκαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ [δεκαπλάσιος] περισσότερο από δεκαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”